- άπλετος
- -η, -οεπίρρ. -α άφθονος, λαμπρός: Το φως στο σπίτι ήταν άπλετο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄπλετος — boundless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλετος — η, ον (AM ἄπλετος, ον) νεοελλ. (για φως) λαμπρός, άφθονος αρχ. 1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος 2. σπουδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ.… … Dictionary of Greek
ἄπλετον — ἄπλετος boundless masc/fem acc sg ἄπλετος boundless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτοις — ἄπλετος boundless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτου — ἄπλετος boundless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτους — ἄπλετος boundless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτων — ἄπλετος boundless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτῳ — ἄπλετος boundless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλετα — ἄπλετος boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλετοι — ἄπλετος boundless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)